- αναπληρωματικός
- [анаплироматикос] εκ. дополнительный
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αναπληρωματικός — ή, ό (Α ἀναπληρωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ο προοριζόμενος για αναπλήρωση, δηλ. για συμπλήρωση ελλείψεων, ο συμπληρωματικός ή ο κατάλληλος για αντικατάσταση άλλου … Dictionary of Greek
αναπληρωματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για αναπλήρωση, αντικατάσταση άλλου: Είχε εκλεγεί αναπληρωματικός δημοτικός σύμβουλος. 2. (αρχαία γραμμ.), «αναπληρωματική έκταση», η έκταση του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος σε μακρό ή δίφθογγο εξαιτίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek
αναπληρωτικός — ή, ό (Α ἀναπληρωτικός, ή, όν) ο αναπληρωματικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντ. Ροντήρη] … Dictionary of Greek
λιπένορκος — ο ένορκος δικαστηρίου, τακτικός ή αναπληρωματικός, που αδικαιολόγητα δεν εμφανίστηκε για να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ένορκος] … Dictionary of Greek
υποποίμην — οίμενος, ὁ, Α εκκλ. αναπληρωματικός ανώτερος θρησκευτικός αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ποιμήν «βοσκός, ποιμένας, πνευματικός ηγέτης»] … Dictionary of Greek
Βερέμης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1943 –). Ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής της πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης των ΗΠΑ και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Άρχισε την πανεπιστημιακή … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μέτερνιχ-Βίνεμπουργκ, Κλέμενς Λόταρ Βέντσελ πρίγκιπας του- — (Klemens Lothar Wenzel Nepomuk Metternich Winneburg, Κόμπλεντς 1773 – Βιέννη 1859). Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης. Αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και της Μαγεντίας, ενώ μυήθηκε στον χώρο της διπλωματίας, ακολουθώντας τον… … Dictionary of Greek
Μιλν, Έντουαρντ Άρθουρ — (Edward Arthur Milne, Χαλ 1896 – Δουβλίνο 1950). Άγγλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1920 ονομάστηκε αναπληρωματικός διευθυντής του αστεροσκοπείου ηλιακής φυσικής του Κέιμπριτζ· το 1924 δίδαξε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το… … Dictionary of Greek
Μπερλινγκουέρ, Ενρίκο — (Enrico Berlinguer, Σάσαρι 1922 – 1984). Ιταλός πολιτικός και ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σπούδασε νομικά και από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα, ενώ το 1943 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος (PCI)… … Dictionary of Greek